ραντιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραντιστήρας | οι | ραντιστήρες |
| γενική | του | ραντιστήρα | των | ραντιστήρων |
| αιτιατική | τον | ραντιστήρα | τους | ραντιστήρες |
| κλητική | ραντιστήρα | ραντιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραντιστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ραντιστήρας
|
→ δείτε τη λέξη ραντιστήρι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.