ῥῖψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥῖψῐς | αἱ | ῥίψεις |
| γενική | τῆς | ῥίψεως | τῶν | ῥίψεων |
| δοτική | τῇ | ῥίψει | ταῖς | ῥίψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ῥῖψῐν | τὰς | ῥίψεις |
| κλητική ὦ! | ῥῖψῐ | ῥίψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥίψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥιψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ῥῖψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥῖψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.