ῥίπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ῥίπτω < από το θέμα ῥιπ < ϝριπ ή *rep- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ῥίπτω
- ρίχνω κάτι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (στίχοι 842-843)
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι | και [ο δίσκος] όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (στίχοι 842-843)
Σύνθετα
- ἀπορρίπτω
- ἐπιρρίπτω
- καταρρίπτω
Πηγές
- ῥίπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥίπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.