ρέστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρέστος η ρέστη το ρέστο
      γενική του ρέστου της ρέστης του ρέστου
    αιτιατική τον ρέστο τη ρέστη το ρέστο
     κλητική ρέστε ρέστη ρέστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρέστοι οι ρέστες τα ρέστα
      γενική των ρέστων των ρέστων των ρέστων
    αιτιατική τους ρέστους τις ρέστες τα ρέστα
     κλητική ρέστοι ρέστες ρέστα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρέστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική resto < λατινική resto < re- + sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-

Επίθετο

ρέστος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που απομένει, υπόλοιπος
  2. το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό:  δείτε τη λέξη  τα ρέστα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.