χρωστάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρωστάω < χρωστ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρωστῶ[1] < ελληνιστική κοινή χρεωστῶ με έκκρουσα του [e] από το ισχυρότερο /ο/, συνηρημένος τύπος του χρωστέω → δείτε αρχαία ελληνική χρέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾoˈsta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐στά‐ω
Ρήμα
χρωστάω/χρωστώ, πρτ.: χρωστούσα, μτχ.π.π.: χρωστούμενος, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)
Εκφράσεις
- χρωστάει (και) της Μιχαλούς
Συγγενικά
- χρέος
- χρωστούμενα (ουδέτερο πληθυντικός)
- χρωστούμενος / χρεωστούμενος
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | χρωστάάω - χρωστάώ | χρωστάούσα | θα χρωστάάω - χρωστάώ | να χρωστάάω - χρωστάώ | χρωστάώντας | |
| β' ενικ. | χρωστάάς | χρωστάούσες | θα χρωστάάς | να χρωστάάς | χρώστάα | |
| γ' ενικ. | χρωστάάει - χρωστάά | χρωστάούσε | θα χρωστάάει - χρωστάά | να χρωστάάει - χρωστάά | ||
| α' πληθ. | χρωστάάμε - χρωστάούμε | χρωστάούσαμε | θα χρωστάάμε - χρωστάούμε | να χρωστάάμε - χρωστάούμε | ||
| β' πληθ. | χρωστάάτε | χρωστάούσατε | θα χρωστάάτε | να χρωστάάτε | χρωστάάτε | |
| γ' πληθ. | χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε) | χρωστάούσαν(ε) | θα χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε) | να χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε) |
Αναφορές
- χρωστώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χρωστώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρωστώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.