χρωστάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρωστάω < χρωστ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρωστῶ[1] < ελληνιστική κοινή χρεωστῶ με έκκρουσα του [e] από το ισχυρότερο /ο/, συνηρημένος τύπος του χρωστέω  δείτε  αρχαία ελληνική χρέος

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾoˈsta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρωστάω

Ρήμα

χρωστάω/χρωστώ, πρτ.: χρωστούσα, μτχ.π.π.: χρωστούμενος, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)

  1. οφείλω, έχω χρέος, έχω υποχρέωση να ανταποδώσω κάτι σε κάποιον
    Μου χρωστάει δύο χιλιάρικα.
    Χρωστάω τρία νοίκια.
  2. έχω ηθικό χρέος
    Ευχαριστώ, θα σου χρωστάω χάρη.
    του χρωστάει τη ζωή του
  3. (για μάθημα) πρέπει να περάσω εξέταση
    Χρωστάει άλλο ένα μάθημα για το πτυχίο.

Εκφράσεις

  • χρωστάει (και) της Μιχαλούς

Συγγενικά

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. χρωστάάω - χρωστάώ χρωστάούσα θα χρωστάάω - χρωστάώ να χρωστάάω - χρωστάώ χρωστάώντας
β' ενικ. χρωστάάς χρωστάούσες θα χρωστάάς να χρωστάάς χρώστάα
γ' ενικ. χρωστάάει - χρωστάά χρωστάούσε θα χρωστάάει - χρωστάά να χρωστάάει - χρωστάά
α' πληθ. χρωστάάμε - χρωστάούμε χρωστάούσαμε θα χρωστάάμε - χρωστάούμε να χρωστάάμε - χρωστάούμε
β' πληθ. χρωστάάτε χρωστάούσατε θα χρωστάάτε να χρωστάάτε χρωστάάτε
γ' πληθ. χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε) χρωστάούσαν(ε) θα χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε) να χρωστάάν(ε) - χρωστάούν(ε)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. χρωστώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.