μπακούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακούρι τα μπακούρια
      γενική
    αιτιατική το μπακούρι τα μπακούρια
     κλητική μπακούρι μπακούρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπακούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bakir (ανέγγιχτος) < αραβική بكر (bikr)

Ουσιαστικό

μπακούρι ουδέτερο

  1. ο εργένης
     συνώνυμα: μπεκιάρης
  2. άνδρας που, θεληματικά ή όχι, δεν έχει ερωτική σύντροφο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.