ξέμπαρκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέμπαρκος | η | ξέμπαρκη | το | ξέμπαρκο |
| γενική | του | ξέμπαρκου | της | ξέμπαρκης | του | ξέμπαρκου |
| αιτιατική | τον | ξέμπαρκο | την | ξέμπαρκη | το | ξέμπαρκο |
| κλητική | ξέμπαρκε | ξέμπαρκη | ξέμπαρκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέμπαρκοι | οι | ξέμπαρκες | τα | ξέμπαρκα |
| γενική | των | ξέμπαρκων | των | ξέμπαρκων | των | ξέμπαρκων |
| αιτιατική | τους | ξέμπαρκους | τις | ξέμπαρκες | τα | ξέμπαρκα |
| κλητική | ξέμπαρκοι | ξέμπαρκες | ξέμπαρκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξέμπαρκος, -η, -ο
- ο άνεργος ναυτικός ή εκείνος που θέλει για λίγο να ξεκουραστεί στην ξηρά
- (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) ο μοναχικός, που δεν έχει παρέα, αλλά συνήθως νοείται εκείνος-η που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν έχει ερωτικό σύντροφο και όχι αόριστα φίλους ή φίλες
- (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) παράταιρος, ασυσχέτιστος, αταίριαστος, μοναχικός, που δεν υπάγεται σε σύνολο, ξεκάρφωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.