ρέστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ρέστα | ||
| γενική | των | ρέστων | ||
| αιτιατική | τα | ρέστα | ||
| κλητική | ρέστα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρέστα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρέστος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
ρέστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
- ζητάει και τα ρέστα: για κάποιον που, ενώ φταίει, όχι μόνο δεν παραδέχεται το φταίξιμό του αλλά κατηγορεί επιπλέον τους άλλους
- δίνω τα ρέστα μου: εντυπωσιάζω τους άλλους με τις ικανότητες ή την επιδεξιότητά μου ή σε κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.