ρέστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρέστα
      γενική των ρέστων
    αιτιατική τα ρέστα
     κλητική ρέστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέστα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρέστος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

ρέστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
  2. τα υπόλοιπα, τα λοιπά
    δε μ' αρέσουν οι πόζες, οι τσιριμόνιες και τα ρέστα
  3. (χαρτοπαίγνιο) όλα τα χρήματα που μου έχουν απομείνει

Εκφράσεις

  • ζητάει και τα ρέστα: για κάποιον που, ενώ φταίει, όχι μόνο δεν παραδέχεται το φταίξιμό του αλλά κατηγορεί επιπλέον τους άλλους
  • δίνω τα ρέστα μου: εντυπωσιάζω τους άλλους με τις ικανότητες ή την επιδεξιότητά μου ή σε κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.