stopper

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

stopper (en)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

stopper < (άμεσο δάνειο) αγγλική to stop

Προφορά

ΔΦΑ : /stɔ.pe/

Ρήμα

stopper (fr)

  1. (μεταβατικό)
    1. κάνω κάτι να σταματήσει, φράζω
       συνώνυμα: bloquer
    2. (πιο συνηθισμένο, μεταφορικά σταματώ κάτι, θέτω ένα τέρμα σε κάτι
  2. (αμετάβατο)
    1. σταματώ, διακόπτομαι
       συνώνυμα: s'interrompre
    2. μαντάρω

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.