stopper
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- stopper < (άμεσο δάνειο) αγγλική to stop
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɔ.pe/
Ρήμα
stopper (fr)
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι να σταματήσει, φράζω
- (πιο συνηθισμένο, μεταφορικά σταματώ κάτι, θέτω ένα τέρμα σε κάτι
- (αμετάβατο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.