επιπωματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιπωματισμός | οι | επιπωματισμοί |
| γενική | του | επιπωματισμού | των | επιπωματισμών |
| αιτιατική | τον | επιπωματισμό | τους | επιπωματισμούς |
| κλητική | επιπωματισμέ | επιπωματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιπωματισμός < επιπωματίζω + -μός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.