Tor

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Tor < The onion routing

Προφορά

ΔΦΑ : /tɔɹ/
 

Συντομομορφή

Tor (en)

  • (πληροφορική) συντομογραφία του The onion routing

Πηγές



Βοσνιακά (bs)

Κύριο όνομα

Tor (bs) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θωρ



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Tor (de) αρσενικό

Ουσιαστικό

Tor (de) ουδέτερο

  1. η πόρτα
  2. (αθλητισμός) τέρμα

Σύνθετα



Νορβηγικά (no)

Κύριο όνομα

Tor (no) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θωρ



Νεονορβηγικά (nn)

Κύριο όνομα

Tor (nn) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θωρ



Σουηδικά (sv)

Κύριο όνομα

Tor (sv) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θωρ



Φινλανδικά (fi)

Ετυμολογία

Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Tor αρσενικό

Πηγές

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Tor αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Δανικά (da)

Ετυμολογία

Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Tor αρσενικό

Πηγές

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Tor αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pamukkale GCRIS Veritabanı (Pamukkale GCRIS Database), gcris.pau.edu.tr, Browsing by Author



Νορβηγικά (no)

Ετυμολογία

Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Tor αρσενικό

Πηγές

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 10467: Born persons, by first name, contents and year, (first name used by 200 persons or more at the end of the year) ανακτήθηκε 6/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.