πότνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πότνια οι πότνιες
      γενική της πότνιας των ποτνιών
    αιτιατική την πότνια τις πότνιες
     κλητική πότνια πότνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πότνια < αρχαία ελληνική πότνια < πρωτοελληνική *pótnia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pótnih₂

Ουσιαστικό

πότνια θηλυκό

  1. (θρησκεία) προσφώνηση αρχαίας θεότητας
  2. (αρχαιοπρεπές) εξέχουσα αρχαία γυναίκα, σεβαστή κυρία ή βασίλισσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.