πότνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πότνια | οι | πότνιες |
| γενική | της | πότνιας | των | ποτνιών |
| αιτιατική | την | πότνια | τις | πότνιες |
| κλητική | πότνια | πότνιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πότνια < αρχαία ελληνική πότνια < πρωτοελληνική *pótnia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pótnih₂
Ουσιαστικό
πότνια θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.