δέσποινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δέσποινα | οι | δέσποινες |
| γενική | της | δέσποινας | των | δεσποινών |
| αιτιατική | τη | δέσποινα | τις | δέσποινες |
| κλητική | δέσποινα | δέσποινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δέσποινα <
- κυρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης
- προσωνύμιο Παναγίας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Δέσποινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέσποινα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðe.spi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐σποιν‐να
Ουσιαστικό
δέσποινα θηλυκό
Μεταφράσεις
δέσποινα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δέσποινα < *δεσπότνια < *δεσ-πότν-jα θηλυκό του δεσπότης[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Όπου πότνια, θηλυκό του πόσις (σύζυγος, οικοδεπότης). Συγγενές με τη σανσκριτική दम्पत्नि (dampatni, οικοκυρά).
Ουσιαστικό
δέσποινα θηλυκό
- η κυρία του σπιτιού, η σπιτονοικοκυρά
- προσωνυμία θεοτήτων όπως η Άρτεμη ή η Περσεφόνη
- (ελληνιστική σημασία , 4ος αιώνας) προσωνυμία της Παναγίας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- δέσποινα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέσποινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.