ζιγκολό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζιγκολό < (άμεσο δάνειο) γαλλική gigolo
Ουσιαστικό
ζιγκολό αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) άντρας ο οποίος προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες σε διάφορες γυναίκες με ή χωρίς χρηματική αμοιβή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.