πόζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόζα οι πόζες
      γενική της πόζας
    αιτιατική την πόζα τις πόζες
     κλητική πόζα πόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική posa (σταμάτημα) < λατινική pausa < αρχαία ελληνική παῦσις (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

πόζα θηλυκό

  1. επιτηδευμένη στάση του σώματος
    πάρε μια ωραία πόζα, για να σε φωτογραφίσω
  2. (συνεκδοχικά) η φωτογραφία ανθρώπων ή ζώων
  3. (μεταφορικά) στάση ακατάδεκτη ή σοβαροφανής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.