πόζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόζα | οι | πόζες |
| γενική | της | πόζας | — | |
| αιτιατική | την | πόζα | τις | πόζες |
| κλητική | πόζα | πόζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική posa (σταμάτημα) < λατινική pausa < αρχαία ελληνική παῦσις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
πόζα θηλυκό
- επιτηδευμένη στάση του σώματος
- ↪ πάρε μια ωραία πόζα, για να σε φωτογραφίσω
- (συνεκδοχικά) η φωτογραφία ανθρώπων ή ζώων
- (μεταφορικά) στάση ακατάδεκτη ή σοβαροφανής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.