ποζάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποζάρισμα | τα | ποζαρίσματα |
| γενική | του | ποζαρίσματος | των | ποζαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ποζάρισμα | τα | ποζαρίσματα |
| κλητική | ποζάρισμα | ποζαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποζάρισμα ουδέτερο
- η ακίνητη στάση που παίρνει κάποιος σύμφωνα με τις οδηγίες ενός φωτογράφου ή ζωγράφου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.