ποζάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποζάτος η ποζάτη το ποζάτο
      γενική του ποζάτου της ποζάτης του ποζάτου
    αιτιατική τον ποζάτο την ποζάτη το ποζάτο
     κλητική ποζάτε ποζάτη ποζάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποζάτοι οι ποζάτες τα ποζάτα
      γενική των ποζάτων των ποζάτων των ποζάτων
    αιτιατική τους ποζάτους τις ποζάτες τα ποζάτα
     κλητική ποζάτοι ποζάτες ποζάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποζάτος < πόζ(α) + -άτος

Επίθετο

ποζάτος, -η, -ο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πόζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.