πυροτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυροτεχνικός | η | πυροτεχνική | το | πυροτεχνικό |
| γενική | του | πυροτεχνικού | της | πυροτεχνικής | του | πυροτεχνικού |
| αιτιατική | τον | πυροτεχνικό | την | πυροτεχνική | το | πυροτεχνικό |
| κλητική | πυροτεχνικέ | πυροτεχνική | πυροτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυροτεχνικοί | οι | πυροτεχνικές | τα | πυροτεχνικά |
| γενική | των | πυροτεχνικών | των | πυροτεχνικών | των | πυροτεχνικών |
| αιτιατική | τους | πυροτεχνικούς | τις | πυροτεχνικές | τα | πυροτεχνικά |
| κλητική | πυροτεχνικοί | πυροτεχνικές | πυροτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυροτεχνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrotechnique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrotechnic[1] < αρχαία ελληνική πῦρ + τέχνη
Επίθετο
πυροτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πυροτέχνη ή την πυροτεχνική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πυροτεχνική
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυροτέχνης, πυρ και τέχνη
Μεταφράσεις
πυροτεχνικός
|
- πυροτεχνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.