πυροτέχνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροτέχνης οι πυροτέχνες
      γενική του πυροτέχνη των πυροτεχνών
    αιτιατική τον πυροτέχνη τους πυροτέχνες
     κλητική πυροτέχνη πυροτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροτέχνης < πυρο- + -τέχνης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrotechnicien)

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.roˈte.xnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυτοτέχνης

Ουσιαστικό

πυροτέχνης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) κάποιος που κατασκευάζει πυροτεχνήματα
  2. (στρατιωτικός όρος, επάγγελμα) άλλη μορφή του πυροτεχνουργός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πυροτέχνης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.