πυθαγόρειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυθαγόρειος | η | πυθαγόρεια | το | πυθαγόρειο |
| γενική | του | πυθαγόρειου | της | πυθαγόρειας | του | πυθαγόρειου |
| αιτιατική | τον | πυθαγόρειο | την | πυθαγόρεια | το | πυθαγόρειο |
| κλητική | πυθαγόρειε | πυθαγόρεια | πυθαγόρειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυθαγόρειοι | οι | πυθαγόρειες | τα | πυθαγόρεια |
| γενική | των | πυθαγόρειων | των | πυθαγόρειων | των | πυθαγόρειων |
| αιτιατική | τους | πυθαγόρειους | τις | πυθαγόρειες | τα | πυθαγόρεια |
| κλητική | πυθαγόρειοι | πυθαγόρειες | πυθαγόρεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυθαγόρειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πυθαγόρειος (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική Pythagorean < Pythagora + -ean) < αρχαία ελληνική Πυθαγόρ(ας) + -ειος[1]
Επίθετο
πυθαγόρειος, -α / -ος, ο
- που έχει σχέση με τον Πυθαγόρα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τους μαθητές ή τους οπαδούς της διδασκαλίας του Πυθαγόρα ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- (μαθηματικά) που έχει σχέση με το πυθαγόρειο θεώρημα, τους πυθαγόρειους αριθμούς, τον πυθαγόρειο πίνακα ή το πυθαγόρειο τρίγωνο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Πολυλεκτικοί όροι
μαθηματικά:
- πυθαγόρειοι αριθμοί
- πυθαγόρειος πίνακας
- πυθαγόρειο τρίγωνο
- πυθαγόρειο θεώρημα
Συγγενικά
- Πυθαγόρειο (τοπωνύμιο, θεώρημα)
- Πυθαγόρειος (φιλόσοφος)
Αναφορές
- πυθαγόρειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.