πυγή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- *πυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐γή
- ομόηχο: πηγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πυγή | αἱ | πυγαί |
| γενική | τῆς | πυγῆς | τῶν | πυγῶν |
| δοτική | τῇ | πυγῇ | ταῖς | πυγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | πυγήν | τὰς | πυγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | πυγή | πυγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυγή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pouga. Συγγενή: λατινική puga, παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική паѹга (pauga), пѫга (pǫga)
Συγγενικά
- ἄπυγος
- κατάπυγος
- καταπύγων
- πυγίδιον
- πυγίζω
- πύγισμα
- πυγιστί
- πυγολαμπίς, πυγολαμπάς
- Λέξεις με πυγ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- πυγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.