στεατοπυγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεατοπυγικός | η | στεατοπυγική | το | στεατοπυγικό |
| γενική | του | στεατοπυγικού | της | στεατοπυγικής | του | στεατοπυγικού |
| αιτιατική | τον | στεατοπυγικό | τη | στεατοπυγική | το | στεατοπυγικό |
| κλητική | στεατοπυγικέ | στεατοπυγική | στεατοπυγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεατοπυγικοί | οι | στεατοπυγικές | τα | στεατοπυγικά |
| γενική | των | στεατοπυγικών | των | στεατοπυγικών | των | στεατοπυγικών |
| αιτιατική | τους | στεατοπυγικούς | τις | στεατοπυγικές | τα | στεατοπυγικά |
| κλητική | στεατοπυγικοί | στεατοπυγικές | στεατοπυγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεατοπυγικός < στεατοπυγία + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.a.to.pi.ʝiˈkos/
Μεταφράσεις
στεατοπυγικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.