πυγολαμπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πῡγολαμπῐδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πυγολαμπίς | αἱ | πυγολαμπίδες | |
| γενική | τῆς | πυγολαμπίδος | τῶν | πυγολαμπίδων | |
| δοτική | τῇ | πυγολαμπίδῐ | ταῖς | πυγολαμπίσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πυγολαμπίδᾰ | τὰς | πυγολαμπίδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πυγολαμπίς* | πυγολαμπίδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγολαμπίδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυγολαμπίδοιν | |||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- πυγολαμπάς
- πυρολαμπίς
- πυριλαμπίς
- κυσολαμπίς
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πυγολαμπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.