καταπύγων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καταπύγων | τὸ | κατάπυγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καταπύγονος | τοῦ | καταπύγονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καταπύγονῐ | τῷ | καταπύγονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καταπύγονᾰ | τὸ | κατάπυγον | ||
| κλητική ὦ! | κατάπυγον | κατάπυγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καταπύγονες | τὰ | καταπύγονᾰ | ||
| γενική | τῶν | καταπυγόνων | τῶν | καταπυγόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καταπύγοσῐ(ν) | τοῖς | καταπύγοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταπύγονᾰς | τὰ | καταπύγονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | καταπύγονες | καταπύγονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπύγονε | τὼ | καταπύγονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπυγόνοιν | τοῖν | καταπυγόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καταπύγων, -ων, κατάπυγον / καταπῦγον[1], συγκριτικός :καταπυγωνέστερος/καταπυγονέστερος, υπερθετικός : καταπυγονέστατος
- λάγνος, πρόστυχος, αχρείος, ασελγής, κίναιδος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
- Πυρίης Ἀκήστορος
οἰφόλης
<ἤ>θρησα, καταπύγων.
- Πυρίης Ἀκήστορος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 639 (638-639)
- ταῦτα φροντίζοντί μοι | ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ.
- Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ταῦτα φροντίζοντί μοι | ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 909
- καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος
- Ξετσίπωτος είσαι κι αισχρός…
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
Συνώνυμα
- κατάπυγος
Συγγενικά
- καταπυγέω
- καταπυγίζω
- καταπυγοσύνη
- καταπυγόσυνος
Ετυμολογία 2
- καταπύγων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου καταπύγων
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καταπύγων | οἱ | καταπύγωνες |
| γενική | τοῦ | καταπύγωνος | τῶν | καταπυγώνων |
| δοτική | τῷ | καταπύγωνῐ | τοῖς | καταπύγωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | καταπύγωνᾰ | τοὺς | καταπύγωνᾰς |
| κλητική ὦ! | καταπύγων | καταπύγωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπύγωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπυγώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- Ουδέτερο επιθέτου: κανονική η μορφή κατάπυγον. όπως σημειώνει το #Λεξικό ΛΣΚ. Μαρτυρείται και ο τύπος καταπῦγον Λεξικό Σούδα @scaife.perseus
Πηγές
- καταπύγων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπύγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τόμος B΄ (Αθήνα 1902), σελ. 648 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.