καταπύγων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καταπύγων τὸ κατάπυγον
      γενική τοῦ/τῆς καταπύγονος τοῦ καταπύγονος
      δοτική τῷ/τῇ καταπύγον τῷ καταπύγον
    αιτιατική τὸν/τὴν καταπύγον τὸ κατάπυγον
     κλητική ! κατάπυγον κατάπυγον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καταπύγονες τὰ καταπύγον
      γενική τῶν καταπυγόνων τῶν καταπυγόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς καταπύγοσῐ(ν) τοῖς καταπύγοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς καταπύγονᾰς τὰ καταπύγον
     κλητική ! καταπύγονες καταπύγον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταπύγονε τὼ καταπύγονε
      γεν-δοτ τοῖν καταπυγόνοιν τοῖν καταπυγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

καταπύγων < κατα- + πυγ(ή) + -ων

Επίθετο

καταπύγων, -ων, κατάπυγον / καταπῦγον[1], συγκριτικός:καταπυγωνέστερος/καταπυγονέστερος, υπερθετικός: καταπυγονέστατος

Συνώνυμα

  • κατάπυγος

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

Συγγενικά

  • καταπυγέω
  • καταπυγίζω
  • καταπυγοσύνη
  • καταπυγόσυνος

Ετυμολογία 2

καταπύγων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου καταπύγων
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταπύγων οἱ καταπύγωνες
      γενική τοῦ καταπύγωνος τῶν καταπυγώνων
      δοτική τῷ καταπύγων τοῖς καταπύγωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καταπύγων τοὺς καταπύγωνᾰς
     κλητική ! καταπύγων καταπύγωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπύγωνε
γεν-δοτ τοῖν  καταπυγώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

καταπύγων αρσενικό

Αναφορές

  1. Ουδέτερο επιθέτου: κανονική η μορφή κατάπυγον. όπως σημειώνει το #Λεξικό ΛΣΚ. Μαρτυρείται και ο τύπος καταπῦγον Λεξικό Σούδα @scaife.perseus

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.