πυγολαμπάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πῡγολαμπᾰδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πυγολαμπάς | αἱ | πυγολαμπάδες | |
| γενική | τῆς | πυγολαμπάδος | τῶν | πυγολαμπάδων | |
| δοτική | τῇ | πυγολαμπάδῐ | ταῖς | πυγολαμπάσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πυγολαμπάδᾰ | τὰς | πυγολαμπάδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πυγολαμπάς | πυγολαμπάδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγολαμπάδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυγολαμπάδοιν | |||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- πυγολαμπάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.