στεατοπυγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στεατοπυγία | οι | στεατοπυγίες |
| γενική | της | στεατοπυγίας | των | στεατοπυγιών |
| αιτιατική | τη | στεατοπυγία | τις | στεατοπυγίες |
| κλητική | στεατοπυγία | στεατοπυγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γυναίκα με στεατοπυγία
Ετυμολογία
- στεατοπυγία (μαρτυρείται από το 1896)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéatopygie < αρχαία ελληνική στέαρ + πυγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.a.to.piˈʝi.a/
Συγγενικά
-
Steatopygia στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
στεατοπυγία
Αναφορές
- σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- στεατοπυγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.