πτωμαΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτωμαΐνη οι πτωμαΐνες
      γενική της πτωμαΐνης των πτωμαϊνών
    αιτιατική την πτωμαΐνη τις πτωμαΐνες
     κλητική πτωμαΐνη πτωμαΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτωμαΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ptomaïne[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ptomaine[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική ptomaina[2] < αρχαία ελληνική πτῶμα < πίπτω

Ουσιαστικό

πτωμαΐνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πτωμαΐνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πτωμαΐνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.