μπουνίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουνίδι τα μπουνίδια
      γενική του μπουνιδιού των μπουνιδιών
    αιτιατική το μπουνίδι τα μπουνίδια
     κλητική μπουνίδι μπουνίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουνίδι < μπουν(ιά) + -ίδι

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈni.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουνίδι

Ουσιαστικό

μπουνίδι ουδέτερο

  • (προφορικό) πολλές και συνεχείς μπουνιές
    Τσακώθηκαν και άρχισε να πέφτει μπουνίδι.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.