πρόσθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόσθημα | τα | προσθήματα |
| γενική | του | προσθήματος | των | προσθημάτων |
| αιτιατική | το | πρόσθημα | τα | προσθήματα |
| κλητική | πρόσθημα | προσθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσθημα < αρχαία ελληνική πρόσθημα < προστίθημι < πρός + τίθημι
Ουσιαστικό
πρόσθημα ουδέτερο
- (σπάνιο) (λόγιο) ό,τι προστίθεται
- άλλες μορφές: προσθήκη
- (ειδικότερα) (οικονομία) φύλλο που προσθέτουμε στο τέλος γραμματίου, συναλλαγματικής κ.λπ., γιατί δεν επαρκεί ο χώρος γι’ αυτά που θέλουμε να γράψουμε
- (γραμματική) πρόσφυμα
Μεταφράσεις
πρόσθημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.