πρόσεδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρόσεδρος | η | πρόσεδρη | το | πρόσεδρο |
| γενική | του | πρόσεδρου | της | πρόσεδρης | του | πρόσεδρου |
| αιτιατική | τον | πρόσεδρο | την | πρόσεδρη | το | πρόσεδρο |
| κλητική | πρόσεδρε | πρόσεδρη | πρόσεδρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρόσεδροι | οι | πρόσεδρες | τα | πρόσεδρα |
| γενική | των | πρόσεδρων | των | πρόσεδρων | των | πρόσεδρων |
| αιτιατική | τους | πρόσεδρους | τις | πρόσεδρες | τα | πρόσεδρα |
| κλητική | πρόσεδροι | πρόσεδρες | πρόσεδρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρόσεδρος < αρχαία ελληνική πρόσεδρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.se.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σε‐δρος
Επίθετο
πρόσεδρος, -η, -ο
- που στέκεται δίπλα, που συμμετέχει σε κάτι
- κατηγορία στην ιεραρχική δομή της Ακαδημίας Αθηνών
- Το 1928 ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ πρόσεδρος | τὸ πρόσεδρον | οἱ, αἱ πρόσεδροι | τὰ πρόσεδρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς προσέδρου | τοῦ προσέδρου | τῶν προσέδρων | τῶν προσέδρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ προσέδρῳ | τῷ προσέδρῳ | τοῖς, ταῖς προσέδροις | τοῖς προσέδροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν πρόσεδρον | τὸ πρόσεδρον | τοὺς, τὰς προσέδρους | τὰ πρόσεδρα |
| Κλητική | πρόσεδρε | πρόσεδρον | πρόσεδροι | πρόσεδρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προσέδρω | |||
| Γενική-Δοτική | προσέδροιν | |||
Επίθετο
πρόσεδρος, -ος, -ον
- που στέκεται δίπλα ή κοντά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.