associate

Αγγλικά (en)

Επίθετο

associate (en)

  1. συνδεδεμένος, χωρίς πλήρη δικαιώματα ή προνόμια
    associate member - συνδεδεμένο μέλος
    associate professor - αναπληρωτής καθηγητής
  2. πρόσεδρος

Ουσιαστικό

associate (en)

  1. η συντροφιά, ο σύντροφος, ο φίλος
  2. κάποιος που συμμετέχει σε μια ένωση χωρίς πλήρη δικαιώματα

Ρήμα

associate (en)

  1. (αμετάβατο) συνενώνομαι
  2. (αμετάβατο) κάνω παρέα, έχω κοινωνικές σχέσεις
  3. (μεταβατικό) συμμετέχω ως συνεταίρος, φίλος, σύμμαχος
  4. συνδέω
  5. συσχετίζω στο μυαλό μου ή τη φαντασία μου

Συνώνυμα

κατάλληλες προθέσεις

το to είναι επίσης σωστό, όμως το with είναι η νοηματικά βέλτιστη επιλογή

  • associate with
  • associate to
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.