access

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

access < (κληρονομημένο) μέση αγγλική access < μέση γαλλική acces < λατινική accessus < accedo < ad + cedo

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
access accesses

access (en)

  • (μη μετρήσιμο) η είσοδος, η πρόσβαση, η προσπέλαση, ένας τρόπος στον οποίο μπαίνω ή φτάνω σε ένα μέρος
    the only access to the old castle - η μόνη είσοδος στο παλιό κάστρο
    Access to the town was guarded.
    Οι προσβάσεις της πόλης εφρουρούντο.
    Access to the camp is easy/difficult.
    Η πρόσβαση στο στρατόπεδο είναι εύκολη/δύσκολη.
    an access road - οδός προσπελάσεως

Συγγενικά

Σύνθετα

  • direct access
  • random access
  • remote access

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας access
γ΄ ενικό ενεστώτα accesses
αόριστος accessed
παθητική μετοχή accessed
ενεργητική μετοχή accessing

access (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.