πρόθυρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόθυρο | τα | πρόθυρα |
| γενική | του | πρόθυρου | των | πρόθυρων |
| αιτιατική | το | πρόθυρο | τα | πρόθυρα |
| κλητική | πρόθυρο | πρόθυρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόθυρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόθυρον < πρό- + θύρα
- για τον πληθυντικό στην έκφραση «στα πρόθυρα» → δείτε τη λέξη πρόθυρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.θi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐θυ‐ρο
Ουσιαστικό
πρόθυρο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: πρόθυρα)
- (σπάνιο, λόγιο) ο χώρος μπροστά από τη θύρα [1]
- ※ Ἅμα λοιπὸν συνήντα καθ᾽ ὁδὸν ἢ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τὸν πάτερ Σαμουήλ, ὅστις τὸν ἐχαιρέτα ταπεινῶς καὶ ὑπομειδιῶν πάντοτε, καθὼς ἐσυνήθιζεν, (ὁ καλόγηρος ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα, ξανθός, μελιχρὸς καὶ εὐπροσήγορος), ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης ἀντὶ παντὸς χαιρετισμοῦ, τοῦ ἔλεγε: ―«Τί προσῆλθες, ἀδελφέ;» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Καλόγερος, 1892)
- (μεταφορικά) → δείτε και τις λέξεις την έκφραση και στα πρόθυρα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.