πρόθυρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρόθυρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόθυρον (το πρόθυρο) στον πληθυντικό πρόθυρα (η είσοδος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική seuil)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.θi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόθυρα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πρόθυρα ουδέτερο

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.