πρωταρχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωταρχικός η πρωταρχική το πρωταρχικό
      γενική του πρωταρχικού της πρωταρχικής του πρωταρχικού
    αιτιατική τον πρωταρχικό την πρωταρχική το πρωταρχικό
     κλητική πρωταρχικέ πρωταρχική πρωταρχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωταρχικοί οι πρωταρχικές τα πρωταρχικά
      γενική των πρωταρχικών των πρωταρχικών των πρωταρχικών
    αιτιατική τους πρωταρχικούς τις πρωταρχικές τα πρωταρχικά
     κλητική πρωταρχικοί πρωταρχικές πρωταρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωταρχικός < μεσαιωνική ελληνική πρωταρχικός[1] [2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική primordial[1] [3])

Επίθετο

πρωταρχικός, -ή, -ό

  • που έχει την μεγαλύτερη αξία, τον κυριότερο ρόλο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πρωταρχικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρωταρχικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  3. πρωταρχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.