promotion

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
promotion promotions

Ετυμολογία

promotion < παλαιά γαλλική promocion

Ουσιαστικό

promotion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προαγωγή, η άνοδος (σε θέση, κατηγορία)
    He was passed over in recent promotions in favor of Smith.
    Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προώθηση, η προβολή, η ενέργεια προώθησης προϊόντων
    the promotion of a book - η προώθηση ενός βιβλίου
    the promotion of the agricultural products of our region - η προβολή των αγροτικών προϊόντων της περιοχής μας
  3. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η διάδοση, η διάχυση πληροφοριών, απόψεων, ιδεών
    the promotion of new ideas - η διάδοση νέων ιδεών

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη promote

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

promotion < δημώδης λατινική promotio < promovere

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
promotion promotions

promotion (fr) θηλυκό

  1. η προαγωγή
  2. η προώθηση, η διαφήμιση
  3. η προσφορά

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.