acting

Αγγλικά (en)

Επίθετο

acting (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αναπληρωματικός, αναπληρωτής, που ενεργεί σε μια θέση, ασκεί καθήκοντα ή εξουσία, έκτακτα, προσωρινά, αναπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας κάποιο άλλο πρόσωπο όταν συνήθως χηρεύει μια θέση, παραιτείται ή εκπίπτει κάποιος από ένα αξίωμα κτλ.
    an acting judge - αναπληρωματικός δικαστής
    acting manager - αναπληρωτής διευθυντής

Ουσιαστικό

acting (en)

  • (μη μετρήσιμο) η υποκριτική
    This director knows nothing about acting.
    Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.
    Musical theater includes acting, dancing, and singing.
    Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.

Ρηματικός τύπος

acting (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.