προσώρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσώρας < μεσαιωνική ελληνική πρός ὥραν < αρχαία ελληνική πρός + ὥρα

Επίρρημα

προσώρας

  1. μέχρι αυτή την ώρα, προς το παρόν, για την ώρα
  2. προσωρινά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.