παρεμβατισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρεμβατισμός | οι | παρεμβατισμοί |
| γενική | του | παρεμβατισμού | των | παρεμβατισμών |
| αιτιατική | τον | παρεμβατισμό | τους | παρεμβατισμούς |
| κλητική | παρεμβατισμέ | παρεμβατισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρεμβατισμός < παρεμβατικός + -ισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική interventionnisme)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.rem.va.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεμ‐βα‐τι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : παρ‐εμ‐βα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
παρεμβατισμός αρσενικό
- (πολιτική) η κρατική παρέμβαση στις οικονομικές διαδικασίες των ιδιωτών, στην αγορά, στην ιδιωτική οικονομία, με σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος
Μεταφράσεις
παρεμβατισμός
- παρεμβατισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.