προστάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προστάζομαι | προσταζόμουν(α) | θα προστάζομαι | να προστάζομαι | ||
| β' ενικ. | προστάζεσαι | προσταζόσουν(α) | θα προστάζεσαι | να προστάζεσαι | (προστάζου) | |
| γ' ενικ. | προστάζεται | προσταζόταν(ε) | θα προστάζεται | να προστάζεται | ||
| α' πληθ. | προσταζόμαστε | προσταζόμαστε προσταζόμασταν |
θα προσταζόμαστε | να προσταζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προστάζεστε | προσταζόσαστε προσταζόσασταν |
θα προστάζεστε | να προστάζεστε | (προστάζεστε) | |
| γ' πληθ. | προστάζονται | προστάζονταν προσταζόντουσαν |
θα προστάζονται | να προστάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προστάχτηκα | θα προσταχτώ | να προσταχτώ | προσταχτεί | ||
| β' ενικ. | προστάχτηκες | θα προσταχτείς | να προσταχτείς | προστάξου | ||
| γ' ενικ. | προστάχτηκε | θα προσταχτεί | να προσταχτεί | |||
| α' πληθ. | προσταχτήκαμε | θα προσταχτούμε | να προσταχτούμε | |||
| β' πληθ. | προσταχτήκατε | θα προσταχτείτε | να προσταχτείτε | προσταχτείτε | ||
| γ' πληθ. | προστάχτηκαν προσταχτήκαν(ε) |
θα προσταχτούν(ε) | να προσταχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσταχτεί | είχα προσταχτεί | θα έχω προσταχτεί | να έχω προσταχτεί | προσταγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσταχτεί | είχες προσταχτεί | θα έχεις προσταχτεί | να έχεις προσταχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσταχτεί | είχε προσταχτεί | θα έχει προσταχτεί | να έχει προσταχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσταχτεί | είχαμε προσταχτεί | θα έχουμε προσταχτεί | να έχουμε προσταχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσταχτεί | είχατε προσταχτεί | θα έχετε προσταχτεί | να έχετε προσταχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσταχτεί | είχαν προσταχτεί | θα έχουν προσταχτεί | να έχουν προσταχτεί | ||
Μεταφράσεις
προστάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.