προσταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσταγμένος | η | προσταγμένη | το | προσταγμένο |
| γενική | του | προσταγμένου | της | προσταγμένης | του | προσταγμένου |
| αιτιατική | τον | προσταγμένο | την | προσταγμένη | το | προσταγμένο |
| κλητική | προσταγμένε | προσταγμένη | προσταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσταγμένοι | οι | προσταγμένες | τα | προσταγμένα |
| γενική | των | προσταγμένων | των | προσταγμένων | των | προσταγμένων |
| αιτιατική | τους | προσταγμένους | τις | προσταγμένες | τα | προσταγμένα |
| κλητική | προσταγμένοι | προσταγμένες | προσταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσταγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προστάζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.