επιτάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιτάσσω < αρχαία ελληνική ἐπιτάσσω < ἐπί + τάσσω
Ρήμα
επιτάσσω
- (λόγιο) διατάσσω, διατάζω
- (λόγιο) προβαίνω σε επίταξη
- ※ Το σπίτι αυτό το είχαν επιτάξει οι γερμανοί στην Κατοχή. (Γιώργος Ιωάννου, Τα λεμόνια ήταν ακριβά)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιτάσσω | επίτασσα | θα επιτάσσω | να επιτάσσω | επιτάσσοντας | |
| β' ενικ. | επιτάσσεις | επίτασσες | θα επιτάσσεις | να επιτάσσεις | επίτασσε | |
| γ' ενικ. | επιτάσσει | επίτασσε | θα επιτάσσει | να επιτάσσει | ||
| α' πληθ. | επιτάσσουμε | επιτάσσαμε | θα επιτάσσουμε | να επιτάσσουμε | ||
| β' πληθ. | επιτάσσετε | επιτάσσατε | θα επιτάσσετε | να επιτάσσετε | επιτάσσετε | |
| γ' πληθ. | επιτάσσουν(ε) | επίτασσαν επιτάσσαν(ε) |
θα επιτάσσουν(ε) | να επιτάσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επίταξα | θα επιτάξω | να επιτάξω | επιτάξει | ||
| β' ενικ. | επίταξες | θα επιτάξεις | να επιτάξεις | επίταξε | ||
| γ' ενικ. | επίταξε | θα επιτάξει | να επιτάξει | |||
| α' πληθ. | επιτάξαμε | θα επιτάξουμε | να επιτάξουμε | |||
| β' πληθ. | επιτάξατε | θα επιτάξετε | να επιτάξετε | επιτάξτε | ||
| γ' πληθ. | επίταξαν επιτάξαν(ε) |
θα επιτάξουν(ε) | να επιτάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιτάξει | είχα επιτάξει | θα έχω επιτάξει | να έχω επιτάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιτάξει | είχες επιτάξει | θα έχεις επιτάξει | να έχεις επιτάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιτάξει | είχε επιτάξει | θα έχει επιτάξει | να έχει επιτάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιτάξει | είχαμε επιτάξει | θα έχουμε επιτάξει | να έχουμε επιτάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιτάξει | είχατε επιτάξει | θα έχετε επιτάξει | να έχετε επιτάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιτάξει | είχαν επιτάξει | θα έχουν επιτάξει | να έχουν επιτάξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.