προσοφθάλμιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσοφθάλμιος | η | προσοφθάλμια & προσοφθάλμιος |
το | προσοφθάλμιο |
| γενική | του | προσοφθάλμιου & προσοφθαλμίου |
της | προσοφθάλμιας & προσοφθαλμίου |
του | προσοφθάλμιου & προσοφθαλμίου |
| αιτιατική | τον | προσοφθάλμιο | την | προσοφθάλμια & προσοφθάλμιο |
το | προσοφθάλμιο |
| κλητική | προσοφθάλμιε | προσοφθάλμια & προσοφθάλμιε |
προσοφθάλμιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσοφθάλμιοι | οι | προσοφθάλμιες & προσοφθάλμιοι |
τα | προσοφθάλμια |
| γενική | των | προσοφθάλμιων & προσοφθαλμίων |
των | προσοφθάλμιων & προσοφθαλμίων |
των | προσοφθάλμιων & προσοφθαλμίων |
| αιτιατική | τους | προσοφθάλμιους & προσοφθαλμίους |
τις | προσοφθάλμιες & προσοφθαλμίους |
τα | προσοφθάλμια |
| κλητική | προσοφθάλμιοι | προσοφθάλμιες & προσοφθάλμιοι |
προσοφθάλμια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾs.soˈfθal.mi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σο‐φθάλ‐μι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ο‐φθάλ‐μι‐ος
Επίθετο
προσοφθάλμιος
- (ιδίως στην οπτική, για φακό) που είναι στραμμένος προς το μάτι του παρατηρητή
- ↪ προσοφθάλμιος φακός
- που προσαρμόζεται μπροστά από το μάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) προσοφθάλμιο
Μεταφράσεις
προσοφθάλμιος
|
|
Αναφορές
- προσοφθάλμιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.