προσήμανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσήμανση | οι | προσημάνσεις |
| γενική | της | προσήμανσης* | των | προσημάνσεων |
| αιτιατική | την | προσήμανση | τις | προσημάνσεις |
| κλητική | προσήμανση | προσημάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσημάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσήμανση < ελληνιστική κοινή προσήμανσις < αρχαία ελληνική προσημαίνω < πρό + σημαίνω < σῆμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.man.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐μαν‐ση
Ουσιαστικό
προσήμανση θηλυκό
- η ενέργεια του προσημαίνω, το να προλέγω τα μελλούμενα [1]
- η εκ των προτέρων σήμανση σε κάτι που πρέπει να γίνει[2][3]
- προσήμανση υλοτομητέων δέντρων
- (γενικότερα) προϊδεασμός, προειδοποίηση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσημαίνω, σημαίνω και σήμα
- προσημαντικός (ελληνιστική κοινή)
- προσημάντωρ (μεσαιωνικά ελληνικά)
Μεταφράσεις
προσήμανση
|
|
Αναφορές
- «προσημαίνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.