προμήνυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προμήνυμα τα προμηνύματα
      γενική του προμηνύματος των προμηνυμάτων
    αιτιατική το προμήνυμα τα προμηνύματα
     κλητική προμήνυμα προμηνύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προμήνυμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προμήνυμα ουδέτερο

  1. το προειδοποιητικό σημάδι, προάγγελμα ότι κάτι πρόκειται να συμβεί
  2. η μαντική προαίσθηση

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη προμηνύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.