προμήνυμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προμήνυμα | τα | προμηνύματα |
| γενική | του | προμηνύματος | των | προμηνυμάτων |
| αιτιατική | το | προμήνυμα | τα | προμηνύματα |
| κλητική | προμήνυμα | προμηνύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμήνυμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προμήνυμα ουδέτερο
- το προειδοποιητικό σημάδι, προάγγελμα ότι κάτι πρόκειται να συμβεί
- η μαντική προαίσθηση
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη προμηνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.