αναδρομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδρομή οι αναδρομές
      γενική της αναδρομής των αναδρομών
    αιτιατική την αναδρομή τις αναδρομές
     κλητική αναδρομή αναδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδρομή < αρχαία ελληνική ἀναδρομή

Ουσιαστικό

αναδρομή θηλυκό

  1. η επιστροφή σε κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν
  2. η αναπόληση, η ανασκόπηση γεγονότων του παρελθόντος
  3. στην ψυχανάλυση, η διαδικασία ανάσυρσης και αναβίωσης αναμνήσεων από το ασυνείδητο
  4. (πληροφορική) η κλήση συνάρτησης μέσα από τον εαυτό της, μέσα από το σώμα της

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.