προσημαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσημαίνω < αρχαία ελληνική προσημαίνω < πρό + σημαίνω < σῆμα

Ρήμα

προσημαίνω (παθητική φωνή: προσημαίνομαι)

  1. (λόγιο) σημαίνω / βάζω ιδιαίτερο διακριτικό σημάδι εκ των προτέρων
  2. (φιλολογία) φανερώνω σημάδια ή ενδείξεις για την εξέλιξη, για το μέλλον

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.