πασαλείβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πασαλείβω < (ελληνιστική κοινή) πισσαλοιφέω / πισσαλοιφῶ < αρχαία ελληνική πίσσα + ἀλείφω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.saˈli.vo/

Ρήμα

πασαλείβω (παθητική φωνή: πασαλείβομαι)

  1. αλείφω με τρόπο πρόχειρο και κάπως άτεχνο κάτι
     συνώνυμα: επαλείφω
  2. (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) ζωγραφίζω κακότεχνα
     συνώνυμα: μουντζουρώνω
  3. (μεταφορικά) ενεργώ με τρόπο βιαστικό και κάπως πρόχειρο και επιπόλαιο
  4. (μεταφορικά) λερώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.