προπηλακιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπηλακιστής οι προπηλακιστές
      γενική του προπηλακιστή των προπηλακιστών
    αιτιατική τον προπηλακιστή τους προπηλακιστές
     κλητική προπηλακιστή προπηλακιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπηλακιστής < ελληνιστική κοινή προπηλακιστής < αρχαία ελληνική προπηλακίζω

Ουσιαστικό

προπηλακιστής αρσενικό (θηλυκό προπηλακίστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.