προπηλακίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπηλακίστρια οι προπηλακίστριες
      γενική της προπηλακίστριας των προπηλακιστριών
    αιτιατική την προπηλακίστρια τις προπηλακίστριες
     κλητική προπηλακίστρια προπηλακίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπηλακίστρια < προπηλακιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

προπηλακίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προπηλακίστρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.